- ηθμοειδής
- -ές (AM ἠθμοειδής, -ές)αυτός που μοιάζει με ηθμό, με σουρωτήρι, διάτρητος, σπογγώδης, πορώδηςνεοελλ.φρ. ανατ.1. «ηθμοειδές οστό» — μικρό πορώδες οστό που καταλαμβάνει το πρόσθιο κεντρικό τμήμα τής βάσης τού κρανίου και συμβάλλει στον σχηματισμό τών ρινικών κοιλοτήτων2. «ηθμοειδείς αρτηρίες» — κλάδοι τής οφθαλμικής αρτηρίας που διανέμονται στις ρινικές κοιλότητες3. «ηθμοειδείς κυψέλες» — αεροφόροι κοιλότητες τού ηθμοειδούς οστού που εκβάλλουν στις ρινικές κοιλότητες.επίρρ...ἠθμοειδώς (Α)με ηθμοειδή τρόπο, διηθητικά, στραγγιστικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός + -ειδής (< είδος), πρβλ. ακανθο-ειδής, σφαιρο-ειδής. Η λ. ως ανατομικός όρος είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ethmoid (bone) < ηθμοειδής].
Dictionary of Greek. 2013.